πραγμάτωση

Greek Monolingual

η, Ν
η πραγματοποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματώ. Η λ., στον λόγιο τ. πραγμάτωσις, μαρτυρείται από το 18β7 στον Δ. Αλεξανδρίδη].