πραξείδιον

English (LSJ)

τό, Dim. of πρᾶξις, EM230.10.

German (Pape)

[Seite 694] τό, dim. von πρᾶξις, E. M. 230, 9.

Greek (Liddell-Scott)

πραξείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρᾶξις, Ἐτυμολ. Μέγ. 230. 10· πραξίδιον, Σουΐδ., πρβλ. Ζηκίδην ἐν Χρηστ. Λεξ. ἐν λέξ.

Greek Monolingual

τὸ, Α πρᾶξις
υποκορ. τ. του πράξις.