πρειγευτάς
English (LSJ)
ᾶ, ὁ, Cret., = πρεσβευτής, ib.26, CIG3058.4 (found at Teos), etc.
Greek Monolingual
-ά, ὁ, Α
(κρητ. τ.) βλ. πρεσβευτής.
ᾶ, ὁ, Cret., = πρεσβευτής, ib.26, CIG3058.4 (found at Teos), etc.
-ά, ὁ, Α
(κρητ. τ.) βλ. πρεσβευτής.