πρεσβηΐς

English (LSJ)

ΐδος, ἡ, = πρέσβα, π. τιμή highest or most ancient honour, h.Hom.29.3.

German (Pape)

[Seite 698] ἡ, = πρέσβα; πρεσβηῒς τιμή, die würdigste oder älteste Ehre, H. h. 29, 3.

French (Bailly abrégé)

ΐδος
adj. f.
qui convient aux vieillards ; qui marque le respect.
Étymologie: πρέσβυς.

Greek Monotonic

πρεσβηΐς: -ΐδος, ἡ, = πρέσβα, πρεσβηῒς τιμή, ανώτερη, υψηλότερη ή η πιο παλιά τιμή, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

πρεσβηΐς: ΐδος (ῐδ) adj. f почтительная, благоговейная (τιμή HH).