πρηκτήρ
English (LSJ)
v. πρακτήρ.
German (Pape)
[Seite 699] ὁ, ion. = πρακτήρ; Il. 9, 443 μύθων δὲ ῥητῆρ' ἔμεναι πρηκτῆρά τε ἔργων; Od. 8, 162.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πρακτήρ.
Russian (Dvoretsky)
πρηκτήρ: ῆρος ὁ ион. = πρακτήρ.
Greek (Liddell-Scott)
English (Autenrieth)
ῆρος (πρήσσω): doer; ἔργων, Il. 9.433; pl., traders, Od. 8.162.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ιων. τ. βλ. πρακτήρ.