πρινόκαρπος: ὁ, ὁ καρπὸς τῆς πρίνου, Κ. Μανασσ. Χρον. 6128· οὕτω, πρῖνον, τό, Γαλην. τ. 6, σ. 357Ε.
ο, ΝΜ ο καρπός του πουρναριού.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖνος + καρπός].