τό, Dim. of πρίων, Ph.Bel.67.30.
[Seite 702] τό, dim. von πρίων, kleine Säge (?).
πρῑόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ πρίων, Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. σ. 67.
τὸ, Αβλ. πριόνι.