look up before, Hsch. s.v. προαναθρούσης.
[Seite 706] vorher oder von sich aufwärts blicken, Hesych.
προαναβλέπω: ἀναβλέπω πρότερον, Ἠσύχ. ἐν λ. προαναθρούσης.
Αανυψώνω το βλέμμα εκ τών προτέρων ή βλέπω μπροστά μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναβλέπω «βλέπω προς τα πάνω»].