προαπηγέομαι
English (LSJ)
Ion. for προαφ-.
German (Pape)
[Seite 708] dep. med., ion. statt προαφηγέομαι, Her. 3, 138.
French (Bailly abrégé)
ion. c. προαφηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
προαπηγέομαι: раньше рассказывать: προαπηγησάμενος τὴν συμφορήν Her. предварительно рассказав о (своем) несчастье.
Greek (Liddell-Scott)
προαπηγέομαι: προαπικνέομαι, Ἰων. ἀντὶ προαφ-.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προαφηγοῦμαι.
Greek Monotonic
προαπηγέομαι: Ιων. αντί προ-αφηγέομαι.