cease first, M.Ant.3.1.
[Seite 708] vorher ablassen, M. Ant. 3, 1.
cesser le premier ou auparavant.Étymologie: πρό, ἀπολήγω.
προαπολήγω: ἀπολήγω, παύομαι πρῶτος, Μᾶρκ. Ἀντων. 3. 1.
Α ἀπολήγωτελειώνω πρώτος.