προβατονόμιο

Greek Monolingual

το / προβατονόμιον ΝΜ
(στον Μεσαίωνα) φόρος καταβαλλόμενος από τους ποιμένες ή τους ιδιοκτήτες προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -νόμιον (< -νόμος < νέμω)].