[Seite 711] mit Schafes-, Lammessinne, Sp.
προβᾰτόνους: ουν, ὁ ἔχων νοῦν προβάτου, ἄνθρωπον χοιρώδη, προβατόνουν Κ. Μανασσ. Χρον. 6150.
-ουν, Μαυτός που έχει μυαλό προβάτου, ευήθης, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + νοῦς.