προβιβάς

English (LSJ)

ν. προβαίνω.

French (Bailly abrégé)

v. *προβίβημι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβιβάς ep. ptc. praes. act. van προβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

προβῐβάς: эп. part. praes. к * προβίβημι.

Greek (Liddell-Scott)

προβῐβάς: ἴδε ἐν λέξ. προβαίνω.

English (Autenrieth)

see προβαίνω.

Greek Monotonic

προβῐβάς: μτχ. (όπως αν προερχόταν από -βίβημι) του προβαίνω.