προβωθέω

English (LSJ)

v. προβοηθέω.

German (Pape)

[Seite 713] ion. = προβοηθέω, Her. 8, 144.

French (Bailly abrégé)

ion. c. προβοηθέω.

Russian (Dvoretsky)

προβωθέω: ион. = * προβοηθέω.

Greek (Liddell-Scott)

προβωθέω: Ἰων. ἀντὶ τοῦ προβοηθέω.

Greek Monotonic

προβωθέω: Ιων. αντί προβοηθέω.