προγεννήτειρα

English (LSJ)

ἡ, ancestress: mother, Lyc.183.

German (Pape)

[Seite 713] ἡ, Urmutter, Lycophr. 183. 200.

Greek (Liddell-Scott)

προγεννήτειρα: ἡ, ἡ προγεννήσασα, ἡ πρόγονοςμήτηρ, Λυκόφρ. 183.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προγεννήτωρ.