προγεννήτειρα
English (LSJ)
ἡ, ancestress: mother, Lyc.183.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
προγεννήτειρα: ἡ, ἡ προγεννήσασα, ἡ πρόγονος ἢ μήτηρ, Λυκόφρ. 183.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προγεννήτωρ.
ἡ, ancestress: mother, Lyc.183.
προγεννήτειρα: ἡ, ἡ προγεννήσασα, ἡ πρόγονος ἢ μήτηρ, Λυκόφρ. 183.
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προγεννήτωρ.