προδεικνύω

English (LSJ)

v. προδείκνυμι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
c. προδείκνυμι.

Russian (Dvoretsky)

προδεικνύω: (ῠ) (только praes. и impf.) Her. = προδείκνυμι.

German (Pape)

προδείκνυμι.