προεκπηδάω

English (LSJ)

leap out before, Thphr. CP 1.19.1,4.6.7; τῆς τάξεως D.S.12.64: metaph., [πάθος] π. τοῦ λόγου Them.Or.19.232d.

German (Pape)

[Seite 719] heraus- u. vorspringen, D. Sic., Ios. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεκπηδάω: ἐκπηδῶ πρότερον τῆς τάξεως Διόδ. 12. 64, πρβλ. Θεμίστ. 232D· ― ῥημ. ἐπίθ., -πηδητέον, Κλήμ. Ἀλ. 201.

Russian (Dvoretsky)

προεκπηδάω: выскакивать, устремляться вперед (τῆς τάξεως Diod.).