προθετός

English (LSJ)

προθετόν, proposed, indicated, τοῖς π. Alex.Trall.Febr.3 codd. (fort. προσθετοῖς).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α προτίθημι
αυτός που δείχνει, που υποδηλώνει κάτι.