προκατατρίβω

English (LSJ)

[ῑ], crush first, Procop.Goth.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

προκατατρίβω: κατατρίβω πρότερον, Προκοπ. Ἱστ. 651Β.

Greek Monolingual

Α
καταστρέφω, αφανίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατατρίβω «φθείρω, αφανίζω»].