προκατεπείγω

English (LSJ)

distress first, J.BJ1.19.6.

German (Pape)

[Seite 729] vorher drängen, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

προκατεπείγω: κατεπείγω πρότερον, Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 19, 6.