προμαθεύς

English (LSJ)

Doric for προμηθεύς.

German (Pape)

[Seite 733] ὁ, dor. statt προμηθεύς.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προμηθεύς.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ἡ, Α
(δωρ. τ.) βλ. προμηθεύς.