προνούστερος
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προνούστερος comp. van πρόνοος.
English (Woodhouse)
(see also: πρόνους) more cautious, more prudent
German (Pape)
Kompar. zu πρόνους.
προνούστερος comp. van πρόνοος.
(see also: πρόνους) more cautious, more prudent
Kompar. zu πρόνους.