προπένθερος

English (LSJ)

ὁ, one's father-in-law's father, Sch.rec.S.OT1494.

German (Pape)

[Seite 739] ὁ, Großschwiegvater, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 1508.

Greek (Liddell-Scott)

προπένθερος: ὁ πατὴρ τοῦ πενθεροῦ, μνημονεύεται ἐκ τῶν Σχολ. εἰς Σοφ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πατέρας του πεθερού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πενθερός.