προπερασμένος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
ο προηγούμενος από άλλον που πέρασε, ο πριν από τον προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πεπερασμένος, μτχ. παρακμ. του περαίνω].
-η, -ο, Ν
ο προηγούμενος από άλλον που πέρασε, ο πριν από τον προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πεπερασμένος, μτχ. παρακμ. του περαίνω].