προπράττω

French (Bailly abrégé)

att. c. προπράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πράττω, Ion. προπράσσω tevoren doen; ptc. pass. subst. τὰ προπεπραγμένα voorafgaande gebeurtenissen.

Russian (Dvoretsky)

προπράττω: атт. = προπράσσω.

German (Pape)

att. = προπράσσω.