ἡ, (προσέχω) attention, Procl. in Euc. p.208 F., Suid.
[Seite 763] ἡ, 1) Zusammenhang, Verbindung, Nachbarschaft (?). – 2) Aufmerksamkeit, Suid.
προσέχεια: ἡ, προσοχή, Σουΐδ., Ἐκκλ.
ἡ, Α προσεχήςη προσοχή.