προσαναμείγνυμι
English (LSJ)
mix with as well, in Pass., Gal.18(2).155.
Greek Monolingual
Α [[ἀναμ(ε)ίγνυμι]]
αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως.
mix with as well, in Pass., Gal.18(2).155.
Α [[ἀναμ(ε)ίγνυμι]]
αναμιγνύω, ανακατεύω κάτι επιπροσθέτως.