προσαπονέμω

English (LSJ)

add to, Hero Aut.30.6 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαπονέμω: ἀπονέμω προσέτι, Ἀνωνύμου Προγυμν. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1, σ. 645. 9.

Greek Monolingual

ΜΑ ἀπονέμω
δίνω σε κάποιον κάτι ακόμη.