προσβλητικός
German (Pape)
[Seite 754] ή, όν, hinzuwerfend, -setzend, Sp.
Greek Monolingual
-ή, -ό, ΝΑ προσβλητός
νεοελλ.
αυτός που προσβάλλει, που θίγει κάποιον («προσβλητικά λόγια»)
αρχ.
αυτός που ρίχνει κάτι σε κάποιον.
επίρρ...
προσβλητικώς και προσβλητικά Ν
με προσβλητικό τρόπο.