προσδιαλύω

English (LSJ)

relax further, Ruf. ap. Orib.6.38.8 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

προσδιαλύω: διαλύω προσέτι, Ροῦφος 202 Matth.

Greek Monolingual

Α
διαλύω επί πλέον.