προσεισδέχομαι

English (LSJ)

receive in addition, -δεδέχθαι εἰς τὴν μίσθωσιν ἀρτάβας ύ PGoodsp.Cair.7.13 (ii B.C.).

Greek Monolingual

Α
παραδέχομαι επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + εἰσδέχομαι «υποδέχομαι, παραδέχομαι»].