evaporate, Zos.Alch.p.173 B.
προσεκπνέω: ἐκπνέω προσέτι, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 331.
ΜΑμσν.1. βγάζω τον αέρα από τα αναπνευστικά μου όργανα επιπροσθέτως2. φρ. «προσεκπνεύσω τὸ πνεῦμα» — θα πεθάνω, Χούμν. Ν.αρχ.εξατμίζομαι.