προσεπιζητέω

English (LSJ)

demand besides, ἀεί τι Plb.24.15.11, cf. M.Ant.5.6.

German (Pape)

[Seite 761] noch dazu suchen, ἀεί τι, Pol. 25, 5, 11.

Greek (Liddell-Scott)

προσεπιζητέω: ἐπιζητῶ προσέτι, ἀεί τι Πολύβ. 25. 5, 11, Εὐστ. Πονημάτ. 202. 90.

Russian (Dvoretsky)

προσεπιζητέω: сверх того искать, еще требовать (τι Polyb.).