προσεῖπα

French (Bailly abrégé)

ao.
v. προσεῖπον.

Russian (Dvoretsky)

προσεῖπα: aor. 1, προσεῖπον aor. 2 к προσαγορεύω и * προσέρω.

German (Pape)

προσεῖπον.