προσζητέω

English (LSJ)

seek besides, Maxim. ap. Eus.PE7.22.

Greek (Liddell-Scott)

προσζητέω: ζητῶ προσέτι, Μάξιμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 343Α.