προσκέφαλα
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. κοντά στο κεφάλι («ἔκειτο δὲ προσκέφαλα τοῦ λειψάνου», Μαλάλ. Ι.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κατα-κέφαλ-α)].
Μ
επίρρ. κοντά στο κεφάλι («ἔκειτο δὲ προσκέφαλα τοῦ λειψάνου», Μαλάλ. Ι.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. -α (πρβλ. κατα-κέφαλ-α)].