προσκατακτάομαι

English (LSJ)

A acquire besides, Plb.15.4.4, D.S.2.32.
II get made, Sor.1.4.

German (Pape)

[Seite 768] (s. κτάομαι), noch dazu erwerben; ἀρχήν, Pol. 15, 4, 4; D. Sic. 2, 32.

Greek (Liddell-Scott)

προσκατακτάομαι: κατακτῶμαι, κυριεύω προσέτι, προσκατακτήσασθαι τὴν ἐκείνου ἀρχὴν Πολύβ. 15. 4, 4, Διόδ. 2. 82.

Russian (Dvoretsky)

προσκατακτάομαι: сверх того приобретать (τι Polyb., Diod.).