προσκαταπήγνυμι

English (LSJ)

fasten in besides, τι εἴς τι Ael.NA8.10.

German (Pape)

[Seite 768] (s. πήγνυμι), noch dazu darin befestigen, Ael. H. A. 8, 10.

French (Bailly abrégé)

enfoncer en outre, avec εἰς et l'acc..
Étymologie: πρός, καταπήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταπήγνῡμι: ἐμπήγω προσέτι, προσκατέπηξε τὰ κέρατα εἰς θάμνον Αἰλ. π. Ζ. 8. 10·

Greek Monolingual

Α
μπήγω στερεά επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταπήγνυμι «μπήγω στερεά»].