προσκεφαλαιοθήκη

Greek Monolingual

και προσκεφαλοθήκη, η, Ν
θήκη προσκέφαλου από ύφασμα, μαξιλαροθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκεφάλ(αι)ο + θήκη.