προσκλάομαι

English (LSJ)

pf. Pass. -κέκλασμαι, to be shattered or shivered against, X.Eq.7.6.

Russian (Dvoretsky)

προσκλάομαι: разбиваться (обо что-л.) Xen.

Greek (Liddell-Scott)

προσκλάομαι: παθ., κατασυντρίβομαι ἐπί τινος, Ξεν. Ἱππ. 7, 6.

Greek Monotonic

προσκλάομαι: Παθ., συντρίβομαι πάνω σε, σε Ξεν.

Middle Liddell

Pass. to be shivered against, Xen.