προσκνήθω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 770] = Vorigem, poet. bei Plut. de cohib. ira 15, χειρί, mit der Hand reibend, kitzelnd.
French (Bailly abrégé)
c. προσκνάομαι.
Étymologie: πρός, κνήθω.
Russian (Dvoretsky)
προσκνήθω: почесывать или щекотать (χειρί Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
προσκνήθω: ξύνω, γαργαλίζω, κάπρον χειρὶ Ποιητὴς παρὰ Πλουτ. 2. 462F.
Greek Monolingual
Α
ξύνω ή γαργαλώ («κάπρον παῖς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ», Τραγ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + κνήθω «ξύνω»].