προσκύρωσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, confirmation, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 771] ἡ, Bestätigung, Genehmigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκύρωσις: ἡ, ἐπικύρωσις, Βασιλικ. τ. 1, σ. 421, ἴδε καὶ Δουκάγγ.