προσοπτίλλω
English (LSJ)
v. ποτοπτίλλω.
German (Pape)
[Seite 775] anäugeln, anblicken, ποτοπτίλλουσιν ist conj. für ποτοκέλλουσιν, Dius bei Stob. fl. 65, 17.
Greek (Liddell-Scott)
προσοπτίλλω: παρατηρῶ μετὰ προσοχῆς, ἀτενῶς, Δωρ. ποτοπτίλλω, ἴδε ἐν λ. προσοκέλλω.