προστομίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, mouthpiece, Apollod.Poliorc.152.4.

German (Pape)

[Seite 783] ίδος, ἡ, ein vorn angesetztes Mundstück, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

προστομίς: -ίδος, ἡ, τὸ πρόσθετον μέρος τοῦ αὐλοῦ, ὅπερ ἐμβαίνει εἰς τὸ στόμα τοῦ αὐλοῦντος, Ἀρχ. Μαθ. 20.