προστυπής

English (LSJ)

προστυπές, adherent, ὑμένες Archig. ap. Gal.8.91, cf. Sor.2.41, Gal.14.710: c. dat., Ruf.Anat.4; θρόνῳ π. J.AJ3.6.5; cf. πρόστυπος.

Greek Monolingual

-ές, Α προστύπτω
αυτός που είναι προσκολλημένος σε κάτι («προστυπεῖς ὑμένες», Γαλ.).