προσυπομένω

English (LSJ)

pf. -μεμένηκα Jahresh.15 Beibl.96 (Thrace, iii B.C.):—endure further, PPetr.2p.22 (iii B.C.), Ph.2.531.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπομένω: ὑπομένω προσέτι, Φίλων 2. 531.

Greek Monolingual

Α ὑπομένω
υπομένω ακόμη («μηδὲν ἔτι δεινὸν προσυπομείνασαι», Φίλ.).