προσόμορος
English (LSJ)
*προσόμορος, v. προσόμουρος.
Russian (Dvoretsky)
προσόμορος: ион. προσόμουρος 2 пограничный, граничащий, соседний (τινι Her.).
*προσόμορος, v. προσόμουρος.
προσόμορος: ион. προσόμουρος 2 пограничный, граничащий, соседний (τινι Her.).