προτήθη

English (LSJ)

ἡ, great-grandmother, Poll.3.18, D.C.59.2.

German (Pape)

[Seite 792] ἡ, Urgroßmutter, D. Cass. 59, 2.

Greek (Liddell-Scott)

προτήθη: ἡ, προμάμμη, Δίων Κ. 59. 2· «ἡ δὲ πάππου ἢ τήθης μήτηρ προτήθη» Πολυδ. Γ΄, 18

Greek Monolingual

ἡ, Α
προμάμμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + τήθη «γιαγιά»].