προτιμάσσω

German (Pape)

[Seite 792] dor. statt προσμάσσω, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

προτιμάσσω: Ἐπικ. ἀντὶ προσμάσσω.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. προσμάσσω.

Greek Monotonic

προτιμάσσω: Επικ. αντί προσ-μάσσω.