προφανερόω

German (Pape)

[Seite 796] vorher offenbaren, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

προφανερόω: φανερώνω ἐκ τῶν προτέρων, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 15.